αμηνιτος

αμηνιτος
    ἀμήνιτος
    ἀ-μήνιτος
    2
    не гневный, благосклонный, кроткий
    

(βάξις Aesch.; τὸ δαιμόνιον Plut.)

    χειμὼν Ἀχαιοῖς οὐκ ἀ. θεῶν Aesch. — буря, ниспосланная на ахейцев гневом богов;
    ἔφη τοῦ λοιποῦ ἀ. εἶναι Her. — он сказал, что впредь гневаться не будет


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμηνιτος" в других словарях:

  • αμήνιτος — ἀμήνιτος, ον (Α) ο μη οργισμένος ή μη οργίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μηνίω «είμαι οργισμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ἀμήνιτος — ἀμήνῑτος , ἀμήνιτος not angry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμηνίτως — ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry adverbial ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμήνιτον — ἀμήνῑτον , ἀμήνιτος not angry masc/fem acc sg ἀμήνῑτον , ἀμήνιτος not angry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμηνίτῳ — ἀμηνί̱τῳ , ἀμήνιτος not angry masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»